οσπίτιν

οσπίτιν
ὁσπίτιν, τὸ (Μ)
βλ. οσπίτιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οσπίτιο — και οσπίτι, το (ΑΜ ὁσπίτιον, Α και ὀσπίτιον και ὁσπήτιον, Μ και ὁσπίτιν) σπίτι, κατοικία (μσν. αρχ.) 1. φτωχική κατοικία 2. οικία με δωμάτια για ενοικίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. hosiptium «κατάλυμα, ξενώνας» (πρβλ. σπίτι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”